Δεν μου είχε μείνει μεγάλο χρονικό περιθώριο για να το περάσω ταξιδεύοντας σ’ όλη την Αγγλία, επειδή είχα αφήσει το σπίτι πίσω στην Αθήνα. Αμέσως ακολούθησα τις πληροφορίες που είχα πάρει σχετικά με τον Άγγλο συλλέκτη. Απ’ ότι φαινόταν έμενε σε μια έπαυλη σε προάστιο του Έσσεξ ανατολικά του Λονδίνου. Λίγο πολύ είχα μια ιδέα για το τι θα αντιμετώπιζα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με έναν συλλέκτη. Και συνήθως είναι σκληροί και αμείλικτοι. Ο άνθρωπος που θα συναντούσα δεν άνηκε στις εξαιρέσεις. Είχα ήδη κλείσει τηλεφωνικά ένα ραντεβού μαζί του γιατί ήξερα ότι δεν θα υπήρχε άλλος τρόπος να περάσω την πύλη που έχουν αυτού του είδους κτίρια. Αράδιασα κάτι τίτλους από βιβλία που ήξερα για την αξία τους, μερικά από αυτά ήδη ήταν κάτω από την ιδιοκτησία μου. Φυσικά του τράβηξα την προσοχή και πήρα αμέσως την έγκριση της πολύ κοντινής ημερομηνίας. Δηλαδή την επόμενη μέρα.
Οι οικία του ήταν όπως ακριβώς την περίμενα, ένα σωστό μέγαρο. Μόλις έδωσα το όνομά μου στη συσκευή ενδοεπικοινωνίας το κτίριο με καλωσόρισε ανοίγοντας τις πύλες του. Σκέφτηκα να περπατήσω μέχρι εκεί, αλλά βλέποντας την απόσταση από την πύλη μέχρι την πόρτα της έπαυλης κατάλαβα πόσο λάθος έκανα σ’ αυτήν την επιλογή. Ήδη είχα αρχίσει να ιδρώνω λόγω του αγγλικού καιρού. Όταν ανεβαίνει λίγο η θερμοκρασία στην Αγγλία και ειδικά το καλοκαίρι είναι σαν πραγματικός καύσωνας ο οποίος με την συνηθισμένη υγρασία κάνει τις συνθήκες ανυπόφορες. Όμως οι πρόβες για το τι θα του έλεγα στον δρόμο με βοήθησαν να ξεχαστώ και χωρίς να το καταλάβω να έχω ήδη χτυπήσει το χρυσό κουδούνι του “σπιτιού”. Η επίσκεψη μου τελικά σε αυτόν ήταν περισσότερο σύντομη απ’ όσο περίμενα. Αφού συνάντησα το δήθεν ευγενικό και αριστοκρατικό – αφ’ υψηλού – βλέμμα του, ένα βλέμμα που ήξερα καλά επειδή έχω κι εγώ το ίδιο, κατάλαβα ότι δεν είχα πολλές πιθανότητες να τον πείσω. Αναγνωρίζοντας την ομοιότητα μας στην καταγωγή (αυτή την ευγενική) δέχθηκε να κάνει μαζί μου μια διαπραγμάτευση, δηλαδή μια ανταλλαγή κάποιων τίτλων που είχα αναφέρει. Το ένα δυστυχώς ήταν ανεκτίμητης αξίας και είχε την ψηλότερη θέση στη βιβλιοθήκη μου, ένα άλλο επίσης δεν το είχα, αλλά ίσως ήξερα που να το έβρισκα. Και μάλιστα μέσα στη χώρα μου. Όμως αυτοί οι όροι δεν μου άρεσαν καθόλου. Και έβαλα πολλή προσπάθεια για να συγκρατήσω την οργή που άρχισε να ρέει στις φλέβες μου λόγω της απογοήτευσής μου. Του απάντησα με ένα ξερό «Θα το σκεφτώ» κι έφυγα.
Μου είχε μείνει ένα βράδυ ακόμα για να το περάσω στο Λονδίνο και την υπόλοιπη μέρα ξανά ξεκινούσα το ίδιο ταξίδι. αλλά αυτή τη φορά ανάποδα, δηλαδή πίσω στην Ελλάδα. Κάπως έπρεπε να εκτονώσω όλα αυτά τα επιθετικά συναισθήματα που είχα μέσα. Πηγαίνανε να μου σπάσουν το κεφάλι. Ίσως αν έβρισκα ένα θύμα; Κάτι που κάνω σπάνια πια πίσω στην Αθήνα γιατί έχω δαμάσει αρκετά αυτή την ορμή μου τα τελευταία χρόνια και μερικές φορές αρκούμε απλώς να περπατώ ανάμεσα στα σοκάκια κυνηγώντας τα θηράματά μου, αλλά ποτέ πιάνοντας τα. Η διαδικασία αυτή σίγουρα είναι επικίνδυνη και στο Λονδίνο ειδικά θα ήμουν έξω από τα νερά μου. Όμως δεν άντεχα να μην πάρω το ρίσκο. Περπάτησα τους δρόμους του Λονδίνου μέχρι τα ξημερώματα, τελικά δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ γιατί πάντα στην επόμενη γωνιά θα μου χιμούσαν κάποιοι ερασιτέχνες εγκληματίες. Μέχρι να συνειδητοποιήσουν το βαθμό του ερασιτεχνισμού τους ήταν πολύ αργά… Και το λυκόφως δεν άργησε να με επισκεφτεί ξυπνώντας την κούραση μέσα μου και την ανάγκη για τον ύπνο. Θα είχα άφθονο χρόνο για να κοιμηθώ στο τρένο. Ο ίδιος δυσάρεστος εφιάλτης όμως ήταν έτοιμος να παρουσιαστεί στον ύπνο μου για μια άλλη φορά…