Ο ίδιος εφιάλτης

•22 Αυγούστου, 2006 • 2 Σχόλια

Δεν μου είχε μείνει μεγάλο χρονικό περιθώριο για να το περάσω ταξιδεύοντας σ’ όλη την Αγγλία, επειδή είχα αφήσει το σπίτι πίσω στην Αθήνα. Αμέσως ακολούθησα τις πληροφορίες που είχα πάρει σχετικά με τον Άγγλο συλλέκτη. Απ’ ότι φαινόταν έμενε σε μια έπαυλη σε προάστιο του Έσσεξ ανατολικά του Λονδίνου. Λίγο πολύ είχα μια ιδέα για το τι θα αντιμετώπιζα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με έναν συλλέκτη. Και συνήθως είναι σκληροί και αμείλικτοι. Ο άνθρωπος που θα συναντούσα δεν άνηκε στις εξαιρέσεις. Είχα ήδη κλείσει τηλεφωνικά ένα ραντεβού μαζί του γιατί ήξερα ότι δεν θα υπήρχε άλλος τρόπος να περάσω την πύλη που έχουν αυτού του είδους κτίρια. Αράδιασα κάτι τίτλους από βιβλία που ήξερα για την αξία τους, μερικά από αυτά ήδη ήταν κάτω από την ιδιοκτησία μου. Φυσικά του τράβηξα την προσοχή και πήρα αμέσως την έγκριση της πολύ κοντινής ημερομηνίας. Δηλαδή την επόμενη μέρα.

Οι οικία του ήταν όπως ακριβώς την περίμενα, ένα σωστό μέγαρο. Μόλις έδωσα το όνομά μου στη συσκευή ενδοεπικοινωνίας το κτίριο με καλωσόρισε ανοίγοντας τις πύλες του. Σκέφτηκα να περπατήσω μέχρι εκεί, αλλά βλέποντας την απόσταση από την πύλη μέχρι την πόρτα της έπαυλης κατάλαβα πόσο λάθος έκανα σ’ αυτήν την επιλογή. Ήδη είχα αρχίσει να ιδρώνω λόγω του αγγλικού καιρού. Όταν ανεβαίνει λίγο η θερμοκρασία στην Αγγλία και ειδικά το καλοκαίρι είναι σαν πραγματικός καύσωνας ο οποίος με την συνηθισμένη υγρασία κάνει τις συνθήκες ανυπόφορες. Όμως οι πρόβες για το τι θα του έλεγα στον δρόμο με βοήθησαν να ξεχαστώ και χωρίς να το καταλάβω να έχω ήδη χτυπήσει το χρυσό κουδούνι του “σπιτιού”. Η επίσκεψη μου τελικά σε αυτόν ήταν περισσότερο σύντομη απ’ όσο περίμενα. Αφού συνάντησα το δήθεν ευγενικό και αριστοκρατικό – αφ’ υψηλού – βλέμμα του, ένα βλέμμα που ήξερα καλά επειδή έχω κι εγώ το ίδιο, κατάλαβα ότι δεν είχα πολλές πιθανότητες να τον πείσω. Αναγνωρίζοντας την ομοιότητα μας στην καταγωγή (αυτή την ευγενική) δέχθηκε να κάνει μαζί μου μια διαπραγμάτευση, δηλαδή μια ανταλλαγή κάποιων τίτλων που είχα αναφέρει. Το ένα δυστυχώς ήταν ανεκτίμητης αξίας και είχε την ψηλότερη θέση στη βιβλιοθήκη μου, ένα άλλο επίσης δεν το είχα, αλλά ίσως ήξερα που να το έβρισκα. Και μάλιστα μέσα στη χώρα μου. Όμως αυτοί οι όροι δεν μου άρεσαν καθόλου. Και έβαλα πολλή προσπάθεια για να συγκρατήσω την οργή που άρχισε να ρέει στις φλέβες μου λόγω της απογοήτευσής μου. Του απάντησα με ένα ξερό «Θα το σκεφτώ» κι έφυγα.

Μου είχε μείνει ένα βράδυ ακόμα για να το περάσω στο Λονδίνο και την υπόλοιπη μέρα ξανά ξεκινούσα το ίδιο ταξίδι. αλλά αυτή τη φορά ανάποδα, δηλαδή πίσω στην Ελλάδα. Κάπως έπρεπε να εκτονώσω όλα αυτά τα επιθετικά συναισθήματα που είχα μέσα. Πηγαίνανε να μου σπάσουν το κεφάλι. Ίσως αν έβρισκα ένα θύμα; Κάτι που κάνω σπάνια πια πίσω στην Αθήνα γιατί έχω δαμάσει αρκετά αυτή την ορμή μου τα τελευταία χρόνια και μερικές φορές αρκούμε απλώς να περπατώ ανάμεσα στα σοκάκια κυνηγώντας τα θηράματά μου, αλλά ποτέ πιάνοντας τα. Η διαδικασία αυτή σίγουρα είναι επικίνδυνη και στο Λονδίνο ειδικά θα ήμουν έξω από τα νερά μου. Όμως δεν άντεχα να μην πάρω το ρίσκο. Περπάτησα τους δρόμους του Λονδίνου μέχρι τα ξημερώματα, τελικά δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ γιατί πάντα στην επόμενη γωνιά θα μου χιμούσαν κάποιοι ερασιτέχνες εγκληματίες. Μέχρι να συνειδητοποιήσουν το βαθμό του ερασιτεχνισμού τους ήταν πολύ αργά… Και το λυκόφως δεν άργησε να με επισκεφτεί ξυπνώντας την κούραση μέσα μου και την ανάγκη για τον ύπνο. Θα είχα άφθονο χρόνο για να κοιμηθώ στο τρένο. Ο ίδιος δυσάρεστος εφιάλτης όμως ήταν έτοιμος να παρουσιαστεί στον ύπνο μου για μια άλλη φορά…

Αγγλία-Γράμματα

•17 Αυγούστου, 2006 • Σχολιάστε

Μου ‘λειψε το νυχτολόγιό μου τελικά περισσότερο απ’ όσο περίμενα. Το ταξίδι λόγω των πολλών στάσεων κατάντησε πολύ κουραστικό. Επίσης το περπάτημα που χρειάστηκε να κάνω για να βρω τα πρόσωπα που είχα αναφέρει στο προηγούμενό μου post το έκαναν πιο επώδυνο. Το θέμα είναι, άξιζε τελικά το κόπο; Αλλά ας τα πάρουμε από εκεί που σταμάτησα πριν. Έπρεπε λοιπόν να βρω τον φίλο δια αλληλογραφίας που είχε ο ομοιοπαθής Γερμανός στη Γαλλία. Όπου τελικά με δυσκολία μέσω του τοπικού ταχυδρομείου στην υποτιθέμενη γαλλική πόλη βρίσκω ότι τελικά δεν ήταν φίλος, αλλά φίλη του Γερμανού κυρίου. Λογικό ήταν αφού στην εποχή τους μια ευπρεπή δεσποινίδα δεν είναι φρόνιμο να ανταλλάζει γράμματα με τον κάθε τυχόντα. Μόλις έφτασα στο Γαλλική Οικία της Γαλλίδας, αντίκρισα δυστυχώς ένα ερείπιο, αλλά δεν είχαν σβήστηκαν ολοσχερώς τα ψήγματα της παρελθοντικής μεγαλοπρέπειας του. Οι κισσοί είχαν περικυκλώσει την παλιά έπαυλη σαν ένα πιασμένο έντομο στον ιστό της πινασμένης αράχνης. Αλλά αρκετά με τη φλυαρία μου. Μέσα είχαν απομείνει οι απόγονοι των υπηρετών της οικογένειας που έμενε εκεί γιατί από ‘τι φαίνεται είχαν μείνει απόκληροι. Και απ’ ότι κατάλαβα αργότερα είχε σχέση με το ότι η δεσποινίδα δεν παντρεύτηκε τελικά ποτέ. Ευτυχώς ήμουν τυχερός και είχαν καλά φυλαγμένα τα γράμματα της αλληλογραφίας τους κι αφού δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν μαζί τους μου τα έδωσαν αφήνοντας τους τη διεύθυνση μου, αν τυχόν τα θελήσουν. Το ταξίδι μου συνέχιζε προς την Αγγλία και είχα διαλέξει το τρένο αφού δεν πολυσυμπαθώ τα αεροπλάνα. Φυσικά δεν μπορούσα να αντέξω και να μη κοιτάξω κάποια από τα γράμματα κατά τη διάρκεια του ταξίδιου. Αλλά τελικά κατάλαβα τα γαλλικά που ήξερα δεν μου έφταναν για να καταλάβω την παλιομοδίτικη διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν τότε, σίγουρα θα χρειαζόμουν έναν έμπιστο μεταφραστή. Όμως περισσότερα για αποτυχημένη «αναζήτησή» μου στο Ηνωμένο Βασίλειο στο επόμενο ποστ. (και με περισσότερες λεπτομέρειες για τα γράμματα 😉 )

Γαλλία – Αγγλία

•28 Ιουλίου, 2006 • Σχολιάστε

Αυτό τον καίρο δεν έχω κάνει κάποιο post γιατί έπρεπε να ακολουθήσω κάτι χνάρια που με οδήγησαν τελικά στη Γερμανία. Σκέφτηκα να το συνδυάσω και με το καλοκαίρι, κι έτσι να δροσιστώ και λιγάκι. Ψάχνω ένα συγκεκριμένο βιβλίο που θα με βοηθήσει περισσότερο να μάθω για την πηγή της άγριας ταυτότητάς μου και για να το προσθέσω στη βιβλιοθήκη μου.

Πιστεύω ότι θυμάσαι για τη συνάντηση που περιέγραψα σε παλιότερο μου ποστ. Τότε ήταν που ξεκίνησα να φτιάχνω χωρίς να το καταλάβω τη συλλογή μου σχετικά με οτίδήποτε βρίσκω για αυτό που είμαι. Περισσότερο ψάχνω για παλιές περιπτώσεις που υποτίθεται ότι έχουν συμβεί παλιότερα. Ήδη έχω ερευνήσει για τα αρχαία χρόνια και τώρα σιγά σιγά ψάχνω για τον Μεσαίωνα. Έτσι έμαθα για αυτό το βιβλίο.

Το έχει γράψει ένας τύπος που λένε ότι έμοιαζε σε μένα (αν και δεν το ξέρανε αυτό όταν μου το λέγανε). Ζούσε στη Γερμανία και φημιζόταν για τα εγκλήματα του που όλοι υποψιαζόντουσαν ότι τα έκανε, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τα αποδείξει. Ώσπου τον ρίξανε στην πυρά. Μετά από αρκετές δεκαετίες οι μακρινοί συγγενείς του στο σπίτι του βρίκανε ένα καλά κρυμμένο ημερολογιό του. Ήλπιζα μόλις το βρω να μάθω περισσότερα με τα λίγα γερμανικά που ξέρω και να ικανοποιήσω την περιέργεια μου για τη σκέψη μου. Αλλά αφού βρήκα με τα χίλια ζόρια το χωριό των απόγονων αυτών των συγγενών, μου είπανε ότι είχες αγοραστεί από έναν άλλο συλλέκτη. Αυτός ο συλλέκτης πρέπει να μένει Αγγλία γιατί παρατηρήσανε ότι είχε μια βαριά λονδρέζικη προφορά. Επίσης όμως μου είπανε ότι αντάλλαζε αλληλογραφία με έναν Γάλλο (μου δώσανε όνομα και διεύθυνση) ίσως να μάθαινα περισσότερα για το νεκρό συγγενή τους, αλλά και το φίλο του Γάλλο. Άρα επόμενο στοπ, Γαλλία. Θα τα πούμε μόλις μάθω περισσότερα!

Φωτιά

•17 Ιουλίου, 2006 • Σχολιάστε

Το καλοκαίρι στην Αθήνα έχει τα καλά του και τα κακά του. Ένα από τα κυριότερα αρνητικά χαρακτηριστικά για μένα είναι η ζέστη. Και γι’ αυτό οφείλεται στο λύκο που βρίσκεται μέσα μου. Καθώς το δέρμα μου βρίσκεται κάτω από τον ήλιο, νοιώθω ότι η «γούνα» μου είναι έτοιμη να αρπάξει φωτιά. Ποτέ δεν πρόκειται να συνηθίσω τη ζέστη κι ευτυχώς που το σπίτι της μητέρας είναι στα βόρεια προάστια, δηλαδή σε υψηλό υψόμετρο, και έχει δροσιά. Όμως τα κακά ισορροπούνται με τα καλά. Για παράδειγμα ένα αρνητικό στοιχείο είναι η έξοδος των αθηναίων, κάνοντας την διαφυγή και εξαφάνισή μου στο λιγοστό πλήθος ακόμα πιο δύσκολη. Αλλά το καλό με το λίγο κόσμο είναι ότι αυτοί που μένουν στην πρωτεύουσα, συνήθως δεν έχουν ανθρώπους που θα τους λείψουν αν «χαθούν» κι έτσι κάνει την επιλογή μου πιο εύκολη. Όπως επίσης λιγότεροι άνθρωποι έως κανένας δε θα με δει να πλησιάζω αυτό το άτομο.Αναγκαστικά περιορίζω τις δραστηριότητές μου την ημέρα και κοιμάμαι περισσότερο κατά τη διάρκειά της, αλλά αυτό μου δίνει περισσότερες ώρες να ξοδεύω το βράδυ. Όχι κι άσχημα…

Πάντως όλα αυτά μου ξυπνάνε ένα παιδικό μου φόβο για τη φωτιά. Ειδικά όταν αρχίζει να τσουρουφλίζεται το δέρμα μου από τη ζέστη. Δεν είναι και εύκολο να εξηγήσω αυτό το φόβο, έχω μόνο μικρές αναμνήσεις για ένα συμβάν που μάλλον μου έχει συμβεί όταν ήμουν παιδί. Από τότε είχα όνειρα για αυτό. Και κάθε καλοκαίρι γινόνται πιο έντονα. Σίγουρα ήμουν περικυκλωμένος από αυτήν και μάλλον άκουγα κουκουνούρια να πετάνε σπίθες. Γι’ αυτό έχω στο νου μου ότι μάλλον ήμουν σε δάσος και μάλιστα σε καλοκαιρινή περίοδο. Φοβάμαι όμως να ανακαλύψω περισσότερα…

Ζέστη

•13 Ιουλίου, 2006 • Σχολιάστε

Τα τελευταία βράδια είχα αντιληφθεί κάτι καινούριο να πλανάται στο βρώμικο αέρα της πόλης. Οι ελαφροί νυχτερινοί αέρηδες βοηθούσανε στο να πλησιάζει η οσμή του τη μύτη μου. Κάποιες στιγμές ήμουν σίγουρος ότι ήμουν πολύ κοντά στη πηγή της κι άλλες φορές νομίζω ότι την είχα χάσει. Πράγματι εκτός από την ανησυχία που είχα, μέσα μου είχε αρχίσει να αναζωπυρώνεται και η περιέργεια που είχα παλιά όπως και ο ζήλος για αναζήτηση διαφορετικών οσμών και την αντιστοίχησή τους με καινούρια πλάσματα. Το ότι αυτή η οσμή ήταν κάπως διαφορετική από αυτές που περιτριγυρίζουν τους ανθρώπους, όπως κι όχι όμοια με κάτι κατώτερο ζωικό (όπως θα έλεγε ένας άνθρωπος) ίσως κάτι ανάμεσα σε αυτά τα δυο, με έκανε να σκέφτομαι για τις πιθανές μορφές αυτού του πλάσματος. Ένα πλάσμα που μπορεί να είχε αρκετές ομοιότητες με εμένα. Και τότε ήταν που θυμήθηκα αυτό το παλιό συναίσθημα της μοναξιάς εξαιτίας της μοναδικότητας μου. Σπάνια άφηνα τον εαυτό μου να ελπίζει ότι θα μπορούσε να υπήρχε κάποιος που θα μπορούσα να μοιράσω τις ιδιαίτερες σκέψεις και τα συναισθήματά μου και θα μπορούσε να με κατανοήσει κιόλας.

Και να τελικά που ήρθε η στιγμή να επιβεβαιωθούν οι υποψίες μου και να δω μπροστά μου μετά από ένα στρίψιμο στη γωνία τον όμοιό μου. Δυστυχώς δεν ήταν όμως αυτό που περίμενα. Ένας κύριος ατημέλητος, και μάλιστα φαινόταν ότι δεν φορούσε τα συνηθησμένα ρούχα που θα φορούσε κάποιος αν θα έβγαινε το βράδυ, ίσως κάτι σαν πυτζάμα. Προσπάθησα να του μιλήσω, αλλά δεν φαινόταν να με ακούει και το βλέμμα του ατένιζε το κενό χωρίς δίνει σημασία στο περιβάλλον του. Προφανώς ονειρευόταν. Μερικές φορές είναι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τι έχουν μέσα τους. Ή το υποψιάζονται και δεν μπορούν να το αποδεχτούν. Συνήθως όμως το υποσυνείδητό τους ή κοινώς η καταπιεσμένη τους ταυτότητα δεν μπορεί να το αφήσει αυτό. Κι έτσι συνήθως εκδηλώνεται το βράδυ καθώς κοιμούνται. Όμως έτσι καθώς είναι όρθιοι δεν μπορούν να κάνουν και περισσότερα από το να περιπλανιούνται το βράδυ άσκοπα. Εκτός κι είναι είναι τόσο ισχυρός ο αληθινός εαυτός του και πλησιάζει στο μέρος που θα βάψει τα χέρια του κόκκινα από το αίμα και μετά κάθε φορά να ξυπνάει απορρημένος… Όμως δεν νομίζω ότι ήταν αυτή η περίπτωση, άσε που συμβαίνει πολύ σπάνια.

Μια καινούρια μυρωδιά στον αέρα

•10 Ιουλίου, 2006 • 2 Σχόλια

Δεν είναι και λίγο να βλέπεις τον άνθρωπό σου να περνάει από μια ανίατη αρρώστια κι εσύ να μην μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Αυτό δυστυχώς πέρασα κι εγώ με τη θετή μητέρα μου, ενώ πάλευε με τον καρκίνο, η οποία μου στάθηκε σαν αληθινή μητέρα. Τότε ήταν που είχα και την πρώτη συνάντηση με αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν ο νοσοκόμος που είχε έρθει σπίτι μας για να με βοηθήσει με τη μητέρα μου. Ένας άντρας με ψηλή και περήφανη κορμοστασιά, με τα μαύρα μαλλιά του λίγο πιο μακριά από το κανονικό κι ένα λακκάκι στο σαγόνι του. Αν κι ερχόταν πάντα φρεσκοξυρισμένος φορούσε πάντα μια πολύ διακριτική κολόνια που ίσα-ίσα την καταλάβαινες. Μόλις είχε τελειώσει τις ιατρικές σπουδές του κι έψαχνε εδώ κι εκεί να κάνει την πρακτική του. Ένα από τα ακριβά νοσοκομεία της Αθήνας μας τον είχαν συστήσει. Όταν τον πρωτοείδα, έφηβος ακόμα εγώ, πρέπει να ομολογήσω ότι τον φοβήθηκα λίγο, αλλά δεν πέρασε πολύ καιρός μέχρι να κερδίσει την εμπιστοσύνη και των δυο μας.

Αναγκαστικά μετά από κάποιον καιρό συμβίωσης μάθαινα όλο και πιο προσωπικά πράγματα για αυτόν. Κι αυτός νομίζω δεν άργησε να υποψιάζεται για τη διαφορετικότητα μου, και για την άγρια φύση μου. Αυτό ήταν που τον έσπρωξε να μου δείξει το ενδιαφέρον του στα μυστικιστικά και στην ιστορία τους. Όχι ότι πιστεύω πολύ σε αυτά, αλλά δεν γίνεται και να προσπεράσω τους μύθους, όπως αυτόν του Λυκάονα, (από τον οποίο πήρα και το ψευδώνυμο) και κάποια παράξενα παλαιά βιβλία που αναφέρονται σε πλάσματα που μοιάζουν περισσότερο απ’ όσο θα περίμενα σε μένα. Φυσικά, ο νοσοκόμος δεν είχε καταλάβει ακόμα ποια ήταν η πραγματική φύση μου και για αυτό μου έδειχνε αρχαίες δοξασίες σε άλλα άγρια πλάσματα που είχαν πάρει την μορφή του ανθρώπου ή το αντίστροφο.

Χωρίς να το θέλει είχε γίνει ο μέντορας μου κι εγώ μπόρεσα να ανακαλύψω περισσότερες πτυχές της προσωπικότητας μου, συγκρίνοντας τη συμπεριφορά μου με αυτά που διάβαζα. Όμως δεν άργησε να γίνει αυτό που φοβόμουν. Μετά από δυο χρόνια, ακριβώς κατά την ενηλικίωση μου, η μητέρα μου ηττήθηκε από τον μάχη της έναντι του καρκίνου κι άφησε την τελευταία πνοή στο κρεβάτι της. Εγώ δεν μπόρεσα να κρύψω την οργή μου και το κεφάλι μου πήρε λάθος στροφές κι άρχισε να επιρρίπτει κατηγορίες στον άντρα που φρόντιζε τη μητέρα μου, στον ίδιο άντρα που με βοήθησε να απαλλαγώ από τις ενοχές που είχα για την κρυφή ταυτότητά μου. ότι αυτός έφταιγε που εγώ δεν στάθηκα περισσότερο δίπλα στη μητέρα μου γιατί με έκανε να απορροφηθώ με τον εαυτό μου. Κι αυτή η οργή φάνηκε. Αναμένομενο ήταν να τρομάξει με αυτό που είδε. Ευτυχώς δεν είδε και πολλά πράγματα λόγω της νύχτας και των σκιών. Αλλά άκουσε. Πάντως μετά από εκείνη τη νύχτα που τον έδιωξα δεν ξαναείχα νέα του, μέχρι πριν μερικές μέρες που τον είδα. Τώρα πια 10 χρόνια μετά τα μαλλιά του στα πλάγια είχαν γίνει γκρίζα και η κορμοστασιά του είχε λίγο συρικνωθεί, αν και ένας μικρός φόβος κι ένα άγχος πάλι τύλιξε την καρδιά μου σαν αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Δεν είπαμε πολλά, και δεν νομίζω να ήθελε να μάθει περισσότερα. Τουλάχιστον ξέρουμε ότι είμαστε και οι δυο καλά. Αυτός τώρα οικογενειάρχης κι εγώ ακόμα στο σπίτι της μητέρας μου. Αυτό σημαίνει, όπως του είπα, ότι όποτε θέλει μπορεί να έρθει να με δει. Στο τέλος της συζήτησης όταν χαιρετηστίκαμε του είπα ότι έκανα λάθος που τον κατηγόρησα έτσι και μου είπε ότι με έχει συγχωρέσει.. όμως εκτός από το φόβο που του είχα δημιουργήσει εξαιτίας της τελευταίας νύχτας αισθάνθηκα και τη στεναχώρια του κι ένα δάκρυ έτοιμο να κυλήσει από το αριστερό του μάτι.

Συνάντηση

•7 Ιουλίου, 2006 • 1 σχόλιο

Όπως είμαι τώρα στο σπίτι μου και μετά από την εμπειρία που είχα στο δάσος, σκέφτομαι για τις αντιθέσεις που κάνεις ζει. Αλλά ακόμα περισσότερο για το πόσο εύκολο είναι να παραπλανηθείς όταν ζεις σε ένα φτιαχτό κόσμο. Η προστασία που σου δίνει το σπίτι σου, η άνεση των καναπέδων και η παρατήρηση του έξω κόσμου εκ του ασφαλούς μέσω της τηλεόρασης με τίποτα δεν σε προϊδεάζει για αυτό που πραγματικά θα μπορούσες να βιώσεις και για αυτά τα πράγματα που είσαι κανονικά προορισμένος. Αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι όλα είναι πλασματικά. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο αυτή η ασφάλεια και η άνεση μπορεί να εξαφανιστεί όταν ας πούμε το σπίτι σου περάσει από μια καταστροφή και το χάσεις.
Όμως η διπλή ζωή μου συνεχίζεται μέσα στη πόλη των σκιών. Και είναι εύκολα να τα λέω εγώ από τη θέση που είμαι. Να ‘ναι καλά η θετή μητέρα μου που μου άφησε το σπίτι πριν αφήσει αυτό τον τόπο. Και αυτό το σπίτι είναι ένας από τους λόγους που μένω σε αυτήν την πόλη. Είμαι τόσο συνδεδεμένος με αυτό, γιατί εδώ έμαθα να συμβιώνω με την αληθινή μου ταυτότητα, αλλά και να δαμάζω την ενεργητικότητα και την επιθετικότητα μου.

Θα αναρωτιέσαι γιατί αραίωσα τις τελευταίες μέρες τα posts μου. Πριν λίγες μέρες είχα μια συνάντηση με έναν σημαντικό άνθρωπο που με επηρέασε αρκετά τα πρώτα μου χρόνια εδώ. Θέλω λίγες ακόμα μέρες να μιλήσω όμως για αυτόν…

Επιστροφή

•5 Ιουλίου, 2006 • Σχολιάστε

Η κούρασή μου τελικά δε μ’άφησε να βρω και το καλύτερο σημείο για να προφυλαχτώ από τη βροχή. Κι έτσι βολεύτηκα με αυτά που είχα βρει εκεί κοντά. Ένα δέντρο ευτυχώς είχε απλωμένα τα χαμηλότερα κλαδιά του έτσι ώστε να σχηματίζουν μια μικρή στέγη. Παραπέρα βρήκα αρκετές χούφτες από ξερά φύλλα που δεν είχαν βραχεί ακόμα. Τα πήρα και έφτιαξα μια στρώση κάτω από το κορμό του δέντρου για να ξαπλώσω από πάνω ενώ μια άλλη από μεγαλύτερα φύλλα τα έριξα πάνω μου για λίγη ζεστασιά.

Ο ύπνος δεν άργησε να με παρασύρει με τα κύμματά του στον ωκεανό των ονείρων. Όμως εγώ δεν το είχα συνειδητοποιήσει ακόμα και νόμιζα ότι είχα ξυπνήσει για τα καλά από ένα ανθρώπινο ουρλιαχτό. Σηκώθηκα και προσπάθησα να δω μέσα στο σκοτάδι από που ερχόταν. Στο μεταξύ μια ξαφνική πείνα είχε διαπεράσει το στομάχι μου και είχε ξυπνήσει για τα καλά τα ρουθούνια μου. Γι’αυτό και η περιεργία μου αυξήθηκε ακόμα περισσότερο για το τι έγινε. Έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα από κάποιους διαδρόμους που μόλις μου είχαν φανερωθεί μέσα στα δέντρα. Αφού διάλεξα την αριστερή δίοδο, ένιωθα ότι το μονοπάτι συνέχεια έστριβε προς τα δεξιά. Καθώς περπατούσα όμως εκτός από τα δέντρα υπήρχαν και ανοίγματα που με οδηγούσαν σε δωμάτια. Οι τοίχοι του κάθε δωματίου είναι φτιαγμένοι από μικρά πέτρινα τούβλα. Επίσης κάθε δωμάτιο φωτιζόταν από αναμένες δάδες. Στο πρώτο δωμάτιο υπήρχε μια μικρογραφία της σφίγγας, άψυχη, πέτρινη και γεμάτη με ρωγμές, έτοιμη να καταρεύσει. Μετά στο δεύτερο και στο τρίτο δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, αλλά σίγουρα υπήρχαν αντικείμενα όμως ξύλινα τραπέζια. Ειδικά στο τρίτο υπήρχε ένα σπιράλ αντικείμενο που κρεμόταν πανω από το τρεπάζι παίζοντας με το φως καθώς έκανε μια κίνηση σαν να βιδωνόταν κάπου. Στο τέταρτο δωμάτιο κάποια τουβλάκια φαινόντουσαν ότι ήταν έτοιμα να βγουν από τη θέση τους και αν τελικά τα έβγαζες μπορούσες να δεις ολόκληρο το σύμπαν από πίσω, δηλαδή αστέρια και γαλάξιες! Τελικά αφού δεν υπήρχανε άλλα ανοίγματα, ο διάδρομος έγινε πιο ίσιος ώστε να καταλήξει πάλι στο ίδιο κεντρικό σημείο από το οποίο ξεκίνησα. Η βροχή όμως πια είχε σταματήσει κι εκεί ήταν που άρχισα να διακρίνω ένα φως να έρχεται από το δεξιό μονοπάτι και στο τέλος να σχηματίζεται μια φιγούρα που το κρατούσε. Ήταν ένας άνθρωπος που έμοιαζε πάρα πολύ σε μένα και τότε κατάλαβα ότι δεν έμοιαζε απλώς με μένα, αλλά ήταν έγω. Κι εγώ τώρα μέσα από εκείνα τα ανθρώπινα μάτια που αντίκρυσα είδα τον εαυτό μου που με καρτερούσα στο κέντρο του λαβύρινθρου. Ήμουν ένας μισός άνθρωπος μισός λύκος. Το λυκίσιο κεφάλι μου δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από κανένα λύκο, αλλά ούτε από τον άνθρωπο που είχα αντίκρυ μου. Όμως απ’ότι φάνηκε δεν ήταν αρκετό για να τον σταματήσει από τη φόρα που είχε πάρει για να με πλησιάσει ώστε να με αντιμετωπίσει. Και ήμουν αυτός, αισθανόμουν το μίσος του, και την αποφασιστικότητα με την οποία κρατούσε το σπαθί του. Απίστευτο, κρατούσα ένα σπαθί που μόλις κατάλαβα ότι είχα. Κι έπρεπε να σκοτώσω το κτήνος. Σηκώνω το σπαθί… και ξυπνώ!

Σίγουρα ένα όνειρο για πολλές ερμηνείες και εξηγήσεις. Τώρα όμως αυτό που προέχει είναι ο γυρισμός στο σπίτι…

Όνειρα

•4 Ιουλίου, 2006 • Σχολιάστε

Αυτές τις ημέρες έκανα αυτό που μου αρέσει να κάνω συνήθως τα σαββατοκύριακα. Μια βόλτα στα δάση που υπάρχουν στην Αττική, αν όχι πιο μακρυά. Είναι οι μέρες που έχω περισσότερο ελεύθερο χρόνο (όχι ότι τις υπόλοιπες μέρες δεν έχω αρκετό χρόνο) και αρπάζω την ευκαιρία να ξεφύγω από την πόλη. Αυτό που κάνω συνήθως είναι μια ανίχνευση των ορίων του δάσους ώστε να φτιάξω μια νοητή πορεία στο μυαλό μου, την οποία θα ακολουθήσω για να διασχίσω το δάσος από τη μια πλευρά στην άλλη. Είναι μια καλή επίσης ευκαιρία για να ξεμουδιάσω τους μυς μου λίγο, αλλά και για να ακονίσω την αίσθηση του προσανατολισμού μου. Μόνο και μόνο η ησυχία που έχω είναι αρκετό κίνητρο για αυτήν την απόμονωση μου.

Αυτό το σαββατοκύριακο όμως ήταν κάπως διαφορετικό από τα προηγούμενο και φυσικά ο λόγος για αυτό ήταν οι άσχημες καιρικές συνθήκες. Ήδη από την αρχή της διαδρομής μύριζα την υγρασία του χώματος όπως μυρίζει πάντα λίγο πριν βρέξει. Ακόμα και τα πουλιά είχαν ησυχάσει. Όμως κάτι με τραβούσε να συνεχίσω, να περάσω κι αυτήν τη δοκιμασία, να αισθανθώ ακόμα και το νερό πάνω στη γούνα μου παρόλο που συχαίνομαι αυτήν την αίσθηση. Δεν είχαν περάσει και πολλά λεπτά πριν έρθει η βροχή. Ευτυχώς τότε είχα για κάλυμα τα δέντρα. Όχι όμως ότι ήταν και αρκετό για να μη βραχώ. Το βράδυ είχε αρχίσει να απλώνεται για τα καλά πάνω στο δάσος. Κι εγώ έπρεπε να βρώ ένα κατάλληλο μέρος για να μπορέσω να κουρνιάσω για λίγες ώρες. Αυτές οι ώρες ήταν και από τις πιο αποκαλυπτικές τις ζωής μου. Αλλά περισσότερα στο επόμενο post μου …

Δάσος

•2 Ιουλίου, 2006 • Σχολιάστε

Ζω μετάξυ δυο κόσμων,

η νύχτα είναι το καταφύγιό μου,

το ένστικτό μου ορίζει τη συνείδησή μου.

Όταν βλέπεις τα πόδια μου,

εγώ βλέπω τα αθόρυβα μου πέλματά μου.

Όταν βλέπεις τα xέρια μου.

εγώ βλέπω τα γαμψά νύχια μου

και το στόμα μου να μη σταματά

να λαχταρά ζεστή σάρκα.

Είμαι ένας λύκος εγκλωβισμένος σε ανθρώπινο σώμα.

Είμαι ένας λύκος ανάμεσα σε πρόβατα.